- πληνόδιος
- -ία, -ον, Αιων. τ. βλ. πλανόδιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλανόδιος — α, ο / πλανόδιος, ία, ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια νεοελλ. 1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής») 2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» το … Dictionary of Greek